ἀβασάνιστα

ἀβασάνιστα
ἀβασάνιστος
not tortured
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγαθοπιστία — η [αγαθόπιστος] το να πιστεύει κανείς καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα ό,τι τού λένε, ευπιστία …   Dictionary of Greek

  • αγαθόπιστος — η, ο αυτός που καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα πιστεύει τα λόγια τών άλλων, εύπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + πιστός < πείθω] …   Dictionary of Greek

  • τσόχα — η, Ν 1. είδος μάλλινου υφάσματος 2. μτφ. α) (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης («σού είναι μια τσόχα») β) η χαρτοπαιξία 3. φρ. α) «ούτε την τσόχα θα χάσω ούτε τα ραφτικά» δεν έχω να χάσω τίποτε β) «τί πληρώνει; την τσόχα ή τα ραφτικά;» λέγεται όταν… …   Dictionary of Greek

  • αβασάνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε στη ζωή του βάσανα, αταλαιπώρητος: Είχε πάντα μεγάλη αισιοδοξία, ίσως επειδή ήταν αβασάνιστος. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, εξέταση: Δεχόταν σχεδόν το καθετί αβασάνιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάφτω — και χάβω έχαψα 1. αρπάζω με το στόμα και καταπίνω, τρώγω λαίμαργα: Σ ένα λεπτό έχαψε το φαΐ του. 2. πιστεύω αβασάνιστα: Μη χάφτεις ό,τι σου λένε. 3. φρ., «Xάφτει μύγες», χάνει τον καιρό του, είναι χασομέρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”